-
1 ἐπι-σπορία
ἐπι-σπορία, ἡ, = ἐπισπορά, Hes. O. 444; vgl. Poll. 1, 223, ἐπισπορία ὅταν τις εἰς τὸ αὐτὸ σπέρμα ἕτερον ἐπεμβάλλῃ.
1 ἐπι-σπορία
ἐπι-σπορία, ἡ, = ἐπισπορά, Hes. O. 444; vgl. Poll. 1, 223, ἐπισπορία ὅταν τις εἰς τὸ αὐτὸ σπέρμα ἕτερον ἐπεμβάλλῃ.